μαλακόλαλος

μαλακόλαλος
μᾰλᾰκό-λᾰλος, ον,
A speaking effeminately, Cat.Cod.Astr.1.116.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • μαλακόλαλος — μαλακόλαλος, ον (Μ) αυτός που έχει λεπτή φωνή. [ΕΤΥΜΟΛ. < μαλακός + λάλος (< λαλῶ πρβλ. οξύ λαλος] …   Dictionary of Greek

  • μαλακός — (4ος αι. π.Χ.). Ιστορικός ο οποίος, σύμφωνα με τον Αθήναιο, έγραψε το έργο Σιφνίων Ώροι, την ιστορία δηλαδή της Σίφνου, το οποίο δεν διασώθηκε. * * * ή, ό, θηλ. και ιά (AM μαλακός, ή, όν) 1. απαλός στην αφή, αυτός που υποχωρεί σε πίεση, σε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”